αγωνισις

αγωνισις
    ἀγώνισις
    -εως ἥ Thuc. = ἀγωνισμός См. αγωνισμος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγωνισις" в других словарях:

  • αγώνισις — ἀγώνισις ( εως), η (Α) [ἀγωνίζομαι] αγώνας για έπαθλο, για βραβείο …   Dictionary of Greek

  • ἀγώνισις — a contending for a prize fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνισιν — ἀγώνισις a contending for a prize fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνίσεως — ἀγωνίσεω̆ς , ἀγώνισις a contending for a prize fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσῃ — ἀγωνίσηι , ἀγώνισις a contending for a prize fem dat sg (epic) ἀγωνίζομαι contend for a prize aor subj mp 2nd sg ἀγωνίζομαι contend for a prize fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»